- εννεάβοιος
- ἐννεάβοιος, -ον (Α)1. αυτός που έχει αξία εννέα βοδιών2. (στον Ησύχ., γλώσσα, τού ενν(ε)άβυρσος) που έχει έκταση εννέα δερμάτων βοδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβιοις, εικοσσάβοιος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.